πρεμνόθεν

πρεμνόθεν
πρεμνόθεν
from the stump
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρέμνοθεν — και πρεμνόθεν Α επίρρ. 1. από το κατώτερο μέρος τού κορμού, από τη ρίζα 2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς 3. από τον πάτο, από το βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πλευρό θεν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”